επαναλαμβάνομαι

επαναλαμβάνομαι
επαναλαμβάνομαι, επαναλήφθηκα, επανειλημμένος βλ. πίν. 166
——————
Σημειώσεις:
επαναλαμβάνομαι : η μτχ. επανειλημμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο συνεχής, αλλεπάλληλος (επανειλημμένες διακοπές ρεύματος).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …   Dictionary of Greek

  • δευτερώνω — (AM δευτερῶ, όω) 1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω 2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῡ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς») νεοελλ. 1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω 2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τόν… …   Dictionary of Greek

  • διπλωδούμαι — διπλῳδοῡμαι ( έομαι) (Α) (για μουσικές φράσεις) επανέρχομαι, επαναλαμβάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ (ο)·* + ωδή] …   Dictionary of Greek

  • ξαναγίνομαι — 1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε») 2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι 3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.) 4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι,… …   Dictionary of Greek

  • παλινοδώ — (ΑΜ παλινοδῶ, έω) επιστρέφω από τον ίδιο δρόμο αρχ. παθ. παλινοδοῡμαι, έομαι (για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οδῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παλίν οδος (< ὁδός), πρβλ. ευ οδώ] …   Dictionary of Greek

  • περιοδίζω — Α [περίοδος] 1. είμαι περιοδικός, επανέρχομαι, επαναλαμβάνομαι κατά περιόδους 2. (για πυρετό) διαλείπω …   Dictionary of Greek

  • δευτερώνω — δευτέρωσα, δευτερώθηκα, δευτερωμένος 1. μτβ., επαναλαμβάνω μια ενέργεια για δεύτερη φορά, ξανακάνω: Το σκορ δευτερώθηκε από τον επιθετικό παίχτη. 2. αμτβ., επαναλαμβάνομαι, γίνομαι ξανά με τον ίδιο τρόπο: Το κακό, σχεδόν πάντα, δευτερώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριτώνω — τρίτωσα, τριτώθηκα 1. αμτβ., συμβαίνω (γίνομαι, επαναλαμβάνομαι) για τρίτη φορά: Το κακό τρίτωσε. 2. μτβ., επαναλαμβάνω κάτι για τρίτη φορά: Τρίτωσε την επιτυχία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”